- διαβάσεις
- διάβασιςcrossing overfem nom/voc pl (attic epic)διάβασιςcrossing overfem nom/acc pl (attic)διαβά̱σεις , διαβαίνωstrideaor subj act 2nd sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ανισόπεδη διάβαση — Οδική ή σιδηροδρομική γέφυρα που περνά από άλλο δρόμο σε χαμηλότερη στάθμη. Η κατασκευή αυτού του είδους έργων είναι αναγκαία όταν οι δύο δρόμοι βρίσκονται σε διαφορετική στάθμη, από φυσικούς λόγους. Συχνά όμως η διαφορά ύψους δημιουργείται… … Dictionary of Greek
Βέρμιο — Όρος (2.052 μ.) της Μακεδονίας, φυσικό όριο της πεδιάδας Καμπανίας και του υψιπέδου της Κοζάνης. Συνδέεται στα Β με το όρος Βόρας στα στενά Έδεσσας και στη λεκάνη της Βεγορίτιδος λίμνης, ενώ οι νότιες απολήξεις του καταλήγουν στη βόρεια όχθη του… … Dictionary of Greek
Γουέλινγκτον — I (Wellington). Πόλη (164.010 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και της ομώνυμης διοικητικής περιοχής. Βρίσκεται στη νότια ακτή της Βόρειας Νήσου και βρέχεται από τον πορθμό Κουκ, ο οποίος διαιρεί τη χώρα σε δύο τμήματα. Η… … Dictionary of Greek
Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
αμαξιτός — και ωτός, ή, ό (Α ἁμαξιτός, ον) 1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα) 2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή… … Dictionary of Greek
ανωμαλιακός — ή, ό «ανωμαλικό έτος» το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαβάσεων της γης από το περιήλιο 2. «ανωμαλιακός μήνας» το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της σελήνης από το περίγειο … Dictionary of Greek